- ἀμόρφωτα
- ἀμόρφωτοςnot formedneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αστρολογία — Παρατήρηση των άστρων για την πρόβλεψη του μέλλοντος, σύμφωνα με την πίστη ότι αυτά το καθορίζουν. Η α. γεννήθηκε στη Μεσοποταμία τη 2η χιλιετία π.Χ. ως θρησκευτική τέχνη, ένας τρόπος να έρθει κανείς σε επαφή με τους θεούς που ταυτίζονται με τα… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek